Ο Robert De Niro Jr. γεννήθηκε μέσα σε μια οικογένεια καλλιτεχνών στις 17 Αυγούστου 1943. Η μητέρα του Virginia Admiral, ήταν ζωγράφος και ο πατέρας του Robert ήταν ζωγράφος, γλύπτης και ποιητής. Μετά το χωρισμό των γονιών του μεγάλωσε με μεγάλη ελευθερία, αλλά τον βασάνιζε η μοναξιά. Στη γειτονιά του, επειδή ήταν κοκαλιάρης και χλωμός, του είχαν δώσει το παρατσούκλι 'Bobby Milk'.
Στα δέκα του έπαιξε τον πρώτο του ρόλο στο σχολείο, ένα ρόλο που του πήγαινε γάντι: το ντροπαλό λιοντάρι στο μάγο του Οζ. Την υποκριτική ξαναθυμήθηκε στα 16 όταν περιόδευσε σαν μέλος θιάσου με το έργο 'The Bear' του Τσέχοφ. Για τα επόμενα 15 χρόνια δοκιμάστηκε σε πολλά μικρά και περιφερειακά θέατρα, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε - όπως όλοι οι πετυχημένοι της γενιάς του - με τη Stella Adler και τον Lee Strasberg.
Η πρώτη επαφή με τη μεγάλη οθόνη έγινε το 1963 υπό την καθοδήγηση του - νέου τότε - σκηνοθέτη Brian De Palma, στην ταινία «The Wedding Party», η οποία προβλήθηκε τελικά το 1969 και δεν σημείωσε επιτυχία. Μετά από μια σειρά κακών επιλογών, ήρθε και η πρώτη του - σχετική - επιτυχία το '73 με το «Bang the Drum Slowly», στο ρόλο του άρρωστου παίκτη του baseball Bruce Pearson. Αυτή η ερμηνεία, του έφερε την αναγνώριση και το βραβείο καλύτερου ηθοποιού από την ένωση κριτικών Νέας Υόρκης.
Την ίδια χρονιά ο De Niro συναντήθηκε με τον Martin Scorsese στο «Mean Streets», ξεκινώντας μια άριστη συνεργασία που μέχρι σήμερα έχει δώσει οκτώ σπουδαία φιλμ. Το 1974 έκανε το μεγάλο βήμα περνώντας στη σφαίρα των superstar. Σε αυτό τον βοήθησε ο Francis Ford Coppola και φυσικά η συμμετοχή του στο «The Godfather, Part II» στο ρόλο του νεαρού Vito Corleone. Για τις ανάγκες του ρόλου έζησε για τέσσερις μήνες στην Σικελία, μαθαίνοντας την δύσκολη τοπική διάλεκτο. Οι κόποι του απέδωσαν φέρνοντάς του το Oscar Β' Ανδρικού ρόλου.
Η επόμενη συνεργασία του με τον Martin Scorsese ήταν το 1976 στο «Taxi Driver», οπότε και ο De Niro μπήκε στο πετσί του ρόλου δουλεύοντας εξουθενωτικά 12ωρα οδηγώντας ταξί για έναν ολόκληρο μήνα και μελετώντας σχετικές περιπτώσεις ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο εμβληματικές ερμηνείες της δεκαετίας και μια υποψηφιότητα για Oscar A' Ανδρικού ρόλου.
Δύο χρόνια μετά η καριέρα του εκτοξεύεται από την συγκλονιστική ερμηνεία του στο «The Deer Hunter» (Ο Ελαφοκυνηγός) του Michael Cimino, όπου ο De Niro υποδύθηκε έναν άνθρωπο που οι εμπειρίες στον πόλεμο του Βιετνάμ, άλλαξαν τη ζωή του. Ήταν και πάλι υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού, όμως το βραβείο τελικά ήρθε το 1981 για την ταινία «Raging Bull» και πάλι υπό τον Socrsese, όπου και πάλι έδωσε ψυχή και σώμα στην προετοιμασία για το ρόλο του.
Για να αποφύγει τον περιορισμό ρόλων αρχίζει να διευρύνει τις επιλογές του σε διάφορα κινηματογραφικά είδη: δράση, κωμωδία, δράμα. Ανάμεσά τους τα «The Mission», «Goodfellas» ξανά με τον Scorsese, «Awakenings» (υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού ρόλου) και «Cape Fear» (ξανά υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού ρόλου). Το 1987 συναντήθηκε και πάλι με τον Brian De Palma, στο εξαιρετικό «The Untouchables» ερμηνεύοντας τον θρυλικό Al Capone. Στις αρχές των 90's ο Robert De Niro έκανε το πέρασμα, δημιουργώντας την δική του εταιρία παραγωγής με το όνομα Tribeca Film Center. Το εγχείρημά του αυτό ίσως τον οδήγησε στην επιλογή ρόλων σε όχι και τόσο σημαντικές ταινίες την ίδια εποχή, όπως τα φιλμ «WeΑre No Angels», «Mary Shelley's Frankenstein» και το «The Fan».
Παρόλα αυτά η υποκριτική του αξία ποτέ δεν αμφισβητήθηκε και ο ίδιος επανέκαμψε αργότερα με ενδιαφέρουσες ταινίες όπως τα «Heat» (δίπλα στον Al Pacino) και «Casino». Στις ταινίες «Sleepers», «Great Expectations» και «Marvin's Room» έδειξε ότι μπορεί να αποδώσει και χαρακτήρες πιο χαμηλών τόνων, ενώ στα φιλμ «Jackie Brown», «Wag the Dog» αλλά και τα «Analyze This» και «Meet The Parents» (με τα sequel τους) έδειξε και τις κωμικές του ικανότητες, κρατώντας όμως στοιχεία από τους παλιούς καλούς σκληροτράχηλους ήρωές του.
Τα επόμενα χρόνια τον είδαμε και πάλι σε ρόλους που του είναι γνώριμοι. Ληστής τραπεζών στο «The Score» (2001), βασανισμένος αστυνομικός στο «City By The Sea» (2002) και πάλι αστυνομικός στα «Fifteen Minutes» και «Showtime». Μετά το αποτυχημένο «The Bridge Of San Luis Rey» (2004) επέστρεψε σκηνοθετώντας το κατασκοπικό «The Good Shepherd» (2006) κρατώντας και ένα ρόλο για τον εαυτό του. Μικρό ρόλο επέλεξε και στο «Stardust» την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Neil Gaiman. Το 2008 πρωταγωνίστησε στο Ου φονεύσεις, παίζοντας ακόμη μία φορά στο πλευρό του Αλ Πατσίνο. Τα επόμενα χρόνια υποδύθηκε ρόλους στις ταινίες Goneis tis symforas, Machete, Απόλυτη ευφυΐα, Killer Elite, Alli mia nyhta, Διασταυρούμενα πυρά, Οδηγός αισιοδοξίας, O gamos tis hronias, Epikindyni oikogeneia, Last Vegas, Επιστροφή στο ρινγκ, Ο άνθρωπος με τη βαλίτσα.
Ο Robert De Niro αποδεικνύεται υπερ-προστατευτικός σε ότι αφορά την προσωπική του ζωή. Δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις, ενώ πάντοτε αποκλείει εκ των προτέρων κάθε αναφορά στην προσωπική του ζωή. Για το λόγο αυτό είναι από τους αγαπημένους των σκανδαλοθηρικών περιοδικών, αφού δεν διαψεύδει τα δημοσιεύματά τους και δεν απαντά στις προκλήσεις τους. Έχει κάνει δύο γάμους: το 1976 με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Diahnne Addott (χώρισαν το 1988) και το 1997 ο De Niro παντρεύτηκε με την πρώην αεροσυνοδό Grace Hightower.
Το 2003 προκάλεσε συγκίνηση στην κοινή γνώμη η ανακοίνωσή του ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Πάλεψε με την ασθένεια και κατάφερε πλήρη θεραπεία, επιστρέφοντας πιο δυνατός. Τον Ιούνιο του 2006, ο De Niro δώρισε όλο το κινηματογραφικό του αρχείο, στο οποίο περιλαμβάνονται σενάρια και κουστούμια, στο Harry Ransom Center του πανεπιστημίου του Τέξας.
Έχοντας μόλις περάσει τα 71 χρόνια ζωής, ο Robert De Niro μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πλέον πολύπλευρους και χαρισματικούς ηθοποιούς τις γενιάς του, με πολλά σχέδια μπροστά του. Ένας ηθοποιός που μάλλον δεν θα συνταξιοδοτηθεί ποτέ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου